μπόσικος

μπόσικος
-η, -ο, θήλ. και -ια
1. χαλαρός, αυτός που δεν είναι στερεός η τεντωμένος
2. επισφαλής, μη σταθερός («πρόσεχε το χώμα, γιατί είναι μπόσικο»)
3. (για πρόσ.) ελαφρόμυαλος, μη σοβαρός
4. (για λόγια ή έργα) επιπόλαιος («μπόσικες δουλειές»)
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μπόσικα
τα μαλακά μέρη τής κοιλιάς, οι λαπάρες, τα λαγαρά
6. φρ. «κρατάω τα μπόσικα» — έχω συμπεριφορά ανεκτική, ανέχομαι, δεν τραβώ το σχοινί.
επίρρ...
μπόσικα
χαλαρά, σαθρά, όχι στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bos + κατάλ. -ικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπόσικος — η, ο (λ. τουρκ.) 1. χαλαρός: Άφησε μπόσικο το ζωνάρι. 2. μτφ., ανόητος, σαχλός, όχι σοβαρός: Μη θυμώνεις με όσα λέει, είναι μπόσικος άνθρωπος. 3. στον πληθ., τα μπόσικα τα μαλακά μέρη της κοιλιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μποσικάδα — η [μπόσικος] 1. έλλειψη σταθερότητας, χαλαρότητα, ατονία 2. μτφ. απερίσκεπτος λόγος ή επιπόλαιη πράξη, επιπολαιότητα, ελαφρότητα, απερισκεψία …   Dictionary of Greek

  • μποσικάρω — και μποσκάρω [μπόσικος] 1. κάνω κάτι να γίνει μπόσικο, χαλαρώνω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω 2. χαλαρώνομαι, παύω να είμαι τεντωμένος ή στερεά συναρμοσμένος …   Dictionary of Greek

  • μποσικιά — η [μπόσικος] η μποσικάδα …   Dictionary of Greek

  • λάσκος — α, ο (λ. ιταλ.), επίρρ. α χαλαρός, μπόσικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”